στενογραφώ

στενογραφώ
-έω, Ν
γράφω κείμενο με τη μέθοδο τής στενογραφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -γραφώ (< -γράφος < γράφω). Το ρ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στενογραφώ — στενογράφησα, στενογραφήθηκα, στενογραφημένος, γράφω ένα κείμενο σύντομα με γραφικά σύμβολα: Στενογράφησαν τα πρακτικά της δίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στενογράφημα — το, Ν [στενογραφώ] κείμενο γραμμένο με τη μέθοδο τής στενογραφίας …   Dictionary of Greek

  • στενογραφία — Μέθοδος γραφής με απλά γραφικά σύμβολα που συνδέονται το ένα με το άλλο και επιτρέπουν σε όποιον ξέρει το στενογραφικό αλφάβητο να γράφει πολύ γρήγορα. Η απλοποίηση φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε με μια μονοκοντυλιά να γράφεται ολόκληρη λέξη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • στενογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία 2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] …   Dictionary of Greek

  • ταχυγραφώ — ταχυγραφῶ, έω, ΝΜ [ταχυγράφος] γράφω γρήγορα ή βιαστικά νεοελλ. (σπάν.) στενογραφώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”